- Βροντῶν
- Βρόντηςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βροντῶν — βρόντης masc gen pl βροντάω thunder pres part act masc voc sg βροντάω thunder pres part act neut nom/voc/acc sg βροντάω thunder pres part act masc nom sg (attic epic ionic) βροντάω thunder pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόντων — βιβρώσκω eat aor part act masc/neut gen pl βροντάω thunder imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) βροντάω thunder imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
громьныи — (13) пр. Относящийся к громъ: како можаше страдати ѿ шибени˫а громнаго и ѿ множьства капль дъжевны(х)? (τῶν βροντῶν) ГА XIII–XIV, 36б; по семь бы(с) громныи гла(с). и облакъ нашьствиѥ. Пр 1383, 142б; Θевда же ѹбо си˫а г҃лы слышавъ… ˫ако громна(г) … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
мълнии — МЪЛНИ|И (65), Ѣ ( ˫А) с. Молния: бѣ же зракъ его ˫ако мълнии. и одѣниѥ ѥго бѣло ˫ако снѣгъ (ἡ ἀστραπή) КЕ XII, 221б; ˫ако ѹбогаго ради десницю ти простираѥть хс҃ъ б҃ъ. одъжда˫аи подъ нб҃сы. малы ти капл˫а просить. грьмѧи мълни˫ами помиловати ти… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ορειβρεμέτης — ὀρειβρεμέτης, ὁ (ΑΜ, Α δ. γρφ. ὀριβρεμέτης) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ βροντῶν, κροτῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, ὁ ἠχῶν διὰ τῶν ὀρέων» αυτός που βροντά στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι (βλ. όρος [II]) + βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγα βρεμέτης] … Dictionary of Greek
Βρόντης — Ένας από τους κύκλωπες της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ουρανού και της Γης. Ο Β. άφησε έγκυο την κόρη του Ωκεανού Μήτι, που την κατάπιε ο Δίας, και από του οποίου το κεφάλι βγήκε έπειτα η Τριτογένεια. Με τα αδέλφια του Στέροπο και Άργο,… … Dictionary of Greek